- επανέχω
- (Α ἐπανέχω)1. αναχαιτίζω κάτι, συγκρατώ («τὰ οἰκεῑα πάθη καὶ πράγματα τοῑς δημοσίοις ἐπανέχων», Πλούτ.)2. κατέχω («ὑπεράνω τούτων τὴν δευτέραν ἐπανεῑχον χώραν δᾷδες», Διόδ.)3. (αμτβ.) παίρνω θάρρος, εφησυχάζω, επαναπαύομαι4. στέργω, αρκούμαι σε κάτι, ικανοποιούμαι5. (με δοτ.) καταγίνομαι, φροντίζω.
Dictionary of Greek. 2013.